- ὑδρεύεται
- ὑδρεύωdraw fetchpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόρρειθρος — ὁμόρρειθρος, ον (ΑΜ) αυτός που υδρεύεται από το ίδιο ρείθρο, από το ίδιο ρυάκι ή από τον ίδιο ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ῥεῖθρον (< ῥέω), πρβλ. εύ ρειθρος] … Dictionary of Greek
Αβρ — (Αvre). Ονομασία ποταμών της Γαλλίας. 1. Ποταμός (72 χλμ.) της Νορμανδίας, παραπόταμος του Ερ. Από τα νερά του υδρεύεται το Παρίσι. 2. Ποταμός (59 χλμ.) της Πικαρδίας, παραπόταμος του Σομ. Στις όχθες του έγιναν σκληρές μάχες με τους Γερμανούς… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… … Dictionary of Greek
υδρεύομαι — υδρεύτηκα, προμηθεύομαι το απαραίτητο για τις ανάγκες μου νερό, εφοδιάζομαι με νερό: Η Αθήνα υδρεύεται από τη λίμνη του Μαραθώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)